κρεωφαγία

κρεωφαγία
κρεωφαγία η
временной период, когда позволяется вкушение мясной пищи

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρεωφαγία" в других словарях:

  • Ευσταθιανοί — οι (Μ Εὐσταθιανοί) οι οπαδοί τής αίρεσης τού Σεβαστείας Ευσταθίου, οι οποίοι απέκρουαν τον γάμο και την κρεωφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευστάθι ος + κατάλ. ανός (πρβλ. Ασι ανός, πραιτωρι ανός), βλ. και ευσταθής] …   Dictionary of Greek

  • εγκρατίται — ἐγκρατῑται και ἐγκρατηταί, οι (AM) αιρετικοί οι οποίοι θεωρούσαν τον γάμο και την κρεωφαγία ως αμαρτήματα …   Dictionary of Greek

  • ՄՍԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0302 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 15c գ. κρεωφαγία carnium esus, victus a carnibus եւ κραιπάλη crapula. Սովորութիւն ուտելոյ զմիս՝ չափով, կամ յանչափս. որ եւ ասի Մսամրցութիւն, որպէս շուայտութիւն. *Ոմանք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»